- πτίσσω
- και πτίττω Α1. εκλεπίζω, αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω κριθάρι ή άλλα δημητριακά2. κοπανίζω μέσα σε γουδί.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., όρος τής γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *peis-/ *pis- «λειανίζω, συντρίβω, κοπανίζω, αλέθω σε γουδί» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. pi-na-sti «συνθλίβω» (με έρρινο ένθημα), λατ. pin-so «κοπανίζω», pistor «μυλωνάς», piso «γουδί», λιθουαν. paisaũ «κοπανίζω σπόρους», καθώς και με τ. νεώτερων γλωσσών (πρβλ. αγγλ. pestle «γουδοχέρι», ιταλ. pestare «κοπανίζω»). Ο ελλ. τ. πτίσσω εμφανίζει αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα πτ- (αντί π-), το οποίο απαντά σε αρκετές ελλ. λ., πρβλ. πτέρνη, πτύον (βλ. και λ. πόλεμος) και κατάλ. -σσω, πιθ. αναλογικά προς τα πάσσω, πλάσσω. Ο αττ. τ. πτίττω δεν απαντά συχνά (βλ. και λ. πτύσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.